- διαλύτης
- ο(χημ.), υγρό που έχει την ιδιότητα να διαλύει ορισμένη ουσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαλυτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύτης — dissolver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτής — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για… … Dictionary of Greek
διαλύτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για… … Dictionary of Greek
διαλυτῶν — διαλύτης dissolver masc gen pl διαλυτής masc gen pl διαλυτός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτοῦ — διαλυτής masc gen sg διαλυτός masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτήν — διαλυτής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek
διαλυτά — διαλυτά̱ , διαλυτής masc nom/voc/acc dual διαλυτής masc voc sg διαλυτής masc nom sg (epic) διαλυτός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)